- στέγω
- ΜΑ1. στεγάζω, σκεπάζω με στέγη2. πωματίζω, βουλώνωαρχ.1. καλύπτω ερμητικά2. στεγανοποιώ κάτι ώστε να μην μπορεί να περάσει το νερό («εὐνὰς τοιαύτας οἵας... στέγειν... ἱκανὰς εἶναι», Πλάτ.)3. αποκρούω, απωθώ («οὔτε οἱ πῑλοι ἔστεγον τὰ τοξεύματα», Θουκ.)4. υποστηρίζω, υποβαστάζω («ἡ θάλαττα στέγει τὰ βάρη», Αριστοτ.)5. βαστώ, υπομένω («ἡ ἀγάπη πάντα στέγει», ΚΔ)6. αυτοσυγκρατούμαι («ἔστεξα ἕως ἔλθης», πάπ.)7. συγκρατώ υγρό ώστε να μην είναι δυνατόν να βγει («οὗ τὸ ὕδωρ ἀγγεῑον οὐδὲν στέγει», Πλάτ.)8. περιέχω, χωρώ («ἄγχος... σῶμα τοὐκείνου στέγον», Σοφ.)9. προασπίζω, προστατεύω («πύργοι πόλιν στέγουσιν», Σοφ.)10. συγκαλύπτω, αποκρύπτω («κακόν τι κεύθεις καὶ στέγεις ὑπὸ σκότῳ», Ευρ.)11. κρατώ μυστικό («ἅτε κρύπτεσθαι δεῑ μᾱλλον ἂν στέγεσθαι», Θουκ.)12. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ στέγοντο σώμα, ως περίβλημα και κατοικία τής ψυχής13. φρ. α) «δόμος ἅλα στέγων»μτφ. (ποιητ.) σπίτι που δεν αφήνει τη θάλασσα να μπει μέσα, δηλ. καλό πλοίο (Αισχύλ.)β) «νῆες οὐδὲν στέγουσαι» — πλοία που κάνουν νερά (Θουκ.)γ) «στέγουσα γῆ» — χώμα αδιαπέραστο από το νερό (Θουκ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. στέγω ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *(s)teg- «σκεπάζω, καλύπτω» και συνδέεται με τα αρχ. ινδ. sthagayati, λατ. tego (χωρίς αρκτικό s-, πρβλ. και λατ. tēgula «καλύπτρα, στέγη», toga «κάλυμμα, σκέπασμα» με φωνηεντισμό -ο-), λιθουαν. stiegti (πρβλ. και λιθουαν. stόgas «στέγη») και αρχ. άνω γερμ. dah «στέγη» (απ' όπου το αρχ. άνω γερμ. ρ. decchen και τα γερμ. Dach, decken «σκεπάζω, καλύπτω»). Από την απαθή βαθμίδα στεγ- τού στέγω έχουν σχηματιστεί τα παράγωγα: στεγ-νός, στεγ-ανός, στεκτικός, στέγη / στέγος (απ' όπου το ρ. στεγάζω). Από το ίδιο θ. τέλος, χωρίς αρκτικό σ έχει σχηματιστεί η λ. τέγος* «σκεπή»].
Dictionary of Greek. 2013.